- νω
- νώ (Α)(αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. τής επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό τ. ονομ. σε *Fı (νω-Fı), ενώ άλλοι τό συνδέουν με Fīκατι, πρωταρχική λ. τής Ελληνικής με σημ. «είκοσι» (βλ. λ. είκοσι). Η αιτ. νῶε είναι σχηματισμός που οφείλεται σε επίδραση τής αιτ. τού δυϊκού αριθμού πόδε τού πούς, ποδός καθώς και τού σφε τού τρίτου προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας. Η γεν. και δοτ. νῶϊν ομηρ. και νῷν αττ. εμφανίζει κατάλ. -ιν, πιθ. αναλογικά προς τον δυϊκό σε -οιν τής β' κλίσης. Ο τ., τέλος, νωΐτερος με κατάλ. συγκριτικού βαθμού επιθέτου χρησιμοποιήθηκε ως κτητικό επίθετο. Όλοι οι προηγούμενοι τ., πάντως, τού δυϊκού αριθμού τού πρώτου προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας έπαψαν να χρησιμοποιούνται πολύ νωρίς].
Dictionary of Greek. 2013.